Με καριέρα που ξεπερνά τα 50 χρόνια, ο Πίτερ Κέναρντ είναι χωρίς αμφιβολία ο σημαντικότερος πολιτικός καλλιτέχνης της Βρετανίας και ένας από τους κορυφαίους του φωτομοντάζ. Το έργο του συμπεριλαμβάνεται σε πολλές δημόσιες συλλογές αρκετών μεγάλων μουσείων του Λονδίνου.
Η πολιτική επικοινωνία στις μέρες μας είναι ένα πολύ σημαντικό κομμάτι μιας εκστρατείας. Οι καλλιτέχνες που έβαλαν τις βάσεις του τομέα αυτού αξίζουν ιδιαίτερη αναφορά και οι δουλειές τους διερευνώνται σε βάθος από ερευνητές σε όλο τον κόσμο. Ο Πίτερ Κέναρντ (Peter Kennard) είναι ένας από αυτούς. Με καριέρα που ξεπερνά τα 50 χρόνια, ο Κέναρντ είναι χωρίς αμφιβολία ο σημαντικότερος πολιτικός καλλιτέχνης της Βρετανίας και ένας από τους κορυφαίους του φωτομοντάζ.
Το έργο του συμπεριλαμβάνεται σε πολλές δημόσιες συλλογές αρκετών μεγάλων μουσείων του Λονδίνου, στο The Arts Council of England καθώς επίσης στη μόνιμη συλλογή της Tate Britain. Εργα του έχουν δημοσιευτεί και στον Τύπο, όπως στις εφημερίδες The Guardian, The Observer, Sunday Times, The Telegraph, The Independent, The Scotsman, New Statesman και το περιοδικό Time.
Καθ’ όλη τη διάρκεια της καριέρας του συνεργάστηκε με ΜΚΟ, φιλανθρωπικές οργανώσεις και οργανώσεις εκστρατειών, κάτω από την ομπρέλα των οποίων τα έργα του εξέφρασαν την κοινωνική αλλαγή. Η θεματολογία των έργων του περιλαμβάνει τη διαμαρτυρία για τη σύγκρουση Ισραήλ/Παλαιστίνης, ενάντια στα πυρηνικά, τη λιτότητα, την καταστροφή του κλίματος και πολλά άλλα.about:blank
Ο Πίτερ Κέναρντ γεννήθηκε στο Λονδίνο στις 17 Φεβρουαρίου 1949. Αποφοίτησε από τη Σχολή Καλών Τεχνών Slade ως ζωγράφος και αργότερα από το Royal College of Art, όπου έπειτα από λίγα χρόνια έγινε δάσκαλος φωτογραφίας. Στη φωτογραφία και το φωτομοντάζ βρήκε την αμεσότητα που αναζητούσε για να εκφράσει τις πολιτικές απόψεις του.
Συμμετείχε στο κίνημα κατά του πολέμου στο Βιετνάμ και στην Εκστρατεία για τον Πυρηνικό Αφοπλισμό (Campaign of Nuclear Disarmament – CND) στις δεκαετίες του ’70 και του ’80 που έλαβε χώρα στο Ηνωμένο Βασίλειο. Αυτή η εκστρατεία αντετίθετο στη στρατιωτική δράση που μπορεί να οδηγήσει στη χρήση πυρηνικών, χημικών ή βιολογικών όπλων.
Το 1968, κατά τη διάρκεια των σπουδών του, βίωσε τη φοιτητική εξέγερση και η καλλιτεχνική παραγωγή εκείνη την περίοδο αποτέλεσε τη βάση της καριέρας του. Βαθιά επηρεασμένος από τα αντι-ναζιστικά μοντάζ του Τζον Χάρτφιλντ (John Heartfield) στη δεκαετία του ’30, άρχισε να αναζητά μια μορφή έκφρασης που να συνδυάζει την τέχνη και την πολιτική και να μπορεί να περάσει τις απόψεις και τις σκέψεις του στο ευρύτερο κοινό.

Το αποτέλεσμα αυτής της διερεύνησης ήταν η σειρά από εικόνες φωτομοντάζ με τον τίτλο «STOP» (1968-1972). Τριάντα μία σύγχρονες φωτογραφίες γεγονότων επικαλυμμένες με αφηρημένα, ξεθωριασμένα μοτίβα. Ο καλλιτέχνης προσπάθησε να εικονογραφήσει με αυτόν τον ιδιαίτερο τρόπο την αποπροσανατολιστική ατμόσφαιρα της εποχής, όπως τη γνώρισε ο ίδιος ως ακτιβιστής φοιτητής.
Στη δεκαετία του ’70, θεματικά ασχολήθηκε με την ενημέρωση και ευαισθητοποίηση της κοινής γνώμης για τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη Χιλή και τη Βόρεια Ιρλανδία.
Πολιτικός καλλιτέχνης
Εξώφυλλο από τη συλλογή “Target London” Πίνακες από τη συλλογή “Decoration” STOP, 1971
Τα έργα και η ματιά του ωρίμασαν στη δεκαετία του ’80, εν μέσω του ψυχρού πολέμου και των μέτρων της Μάργκαρετ Θάτσερ που όξυναν τις κοινωνικές διαφορές. Εργάστηκε για λογαριασμό της CND, εκφράζοντας τους φόβους της βρετανικής κοινωνίας, παρακολουθώντας τα στρατόπεδα Ανατολής-Δύσης να οδηγούν τον πλανήτη σε μια (νέα) πιθανή πυρηνική καταστροφή.
Το επόμενο μεγάλο έργο του με τίτλο «Target London» ήρθε το 1985. Αποτελούνταν από 18 αφίσες που σατίριζαν την κυβέρνηση της Θάτσερ και τον φιλοπολεμικό της χαρακτήρα, προειδοποιώντας τους κατοίκους της πρωτεύουσας και δίνοντας συμβουλές για μέτρα προστασίας.

Το 1989 η πτώση του Τείχους του Βερολίνου άναψε στιγμιαία τη φλόγα της ελπίδας, για να σβήσει σχεδόν αμέσως με την εμφάνιση της αποκαλούμενης «νέας παγκόσμιας τάξης». Από εκείνη την περίοδο ο Κέναρντ ξεκίνησε να πειραματίζεται με τη δημιουργία τρισδιάστατων έργων τέχνης, όπως για παράδειγμα το «Reading Room» (1997).
Το 2002 δημοσίευσε για πρώτη φορά έπειτα από αρκετά χρόνια μια σειρά 28 ανώνυμων πορτρέτων, έργων καθαρά ζωγραφικών, υπό τον τίλο «Face».

Τα χαρακτηριστικά των προσώπων ήταν οικουμενικά. Δεν ήταν ξεκάθαρη η ηλικία, η φυλή ή το φύλο. Θα μπορούσαν να είναι άστεγοι Λονδρέζοι ή Κούρδοι πρόσφυγες. Τα πρόσωπα απεικονίζονταν σαν να προσπαθούν να επικοινωνήσουν. Εμοιαζαν να ξεπροβάλλουν από το σκοτάδι και συγχρόνως να βυθίζονται σ’ αυτό. Ενα έργο ξεκάθαρα ανθρωποκεντρικό που πρόβαλλε εύγλωττα τη ζοφερή θέση των αδυνάμων μέσα στη δίνη των ισχυρών. Με μια πιο προσεκτική ματιά, μάλιστα, μπορεί κανείς να παρατηρήσει ότι ο καλλιτέχνης είχε ζωγραφίσει τα πρόσωπα χωρίς στόμα.
Ο πόλεμος στο Ιράκ, την ίδια χρονιά, ώθησε τον Κέναρντ να επανασυνδεθεί με το φωτομοντάζ.
Οδυνηρές αληθινές ιστορίες
Αμέσως μετά την εισβολή στο Ιράκ, δημιούργησε το έργο με τίτλο «Decoration». Μια σειρά από 18 πίνακες, ύψους 3 μέτρων, όπου σκιαγραφούσε το ανθρώπινο κόστος του πολέμου, προβάλλοντας παράλληλα τιμητικά στρατιωτικά μετάλλια ως αναμνηστικά. Στόχος του έργου ήταν να συνδεθεί η στρατιωτική δόξα με τις καταστροφικές συνέπειες του πολέμου επάνω στον άνθρωπο.

Το 2005 με έντονες ακόμη τις μνήμες από τον πόλεμο του Ιράκ, σε συνεργασία με την Κατ Φίλιπς (Cat Phillips) και με τη χρήση προγράμματος ψηφιακής επεξεργασίας της εικόνας, δημιούργησαν ένα από τα πιο αναγνωρίσιμα έργα τους, το «Photo Op». Απεικονίζει τον πρώην πρωθυπουργό του Ηνωμένου Βασιλείου, Τόνι Μπλερ, με ένα σχεδόν δαιμονικό χαμόγελο, να τραβά μια σέλφι με το κινητό του, ενώ στο φόντο πίσω του γίνεται μια τεράστια έκρηξη.
Η πραγματική φωτογραφία του πρωθυπουργού προέρχεται από την προεκλογική καμπάνια του 2005 όπου σήκωσε το κινητό του να (αυτο)φωτογραφηθεί με μια παρέα από μαθητές ναυτικής σχολής. Ωστόσο, η βασική πτυχή της φωτογραφίας βρίσκεται στην έκφραση του προσώπου του Μπλερ. Το «Photo Op» είναι ένα παράδειγμα εξαίρετου φωτομοντάζ. Διότι με τη χρήση δύο μονάχα εικόνων άσχετων μεταξύ τους περιγράφεται μια οδυνηρή αληθινή ιστορία με τέτοιο τρόπο που είναι αδύνατον να ειπωθεί διαφορετικά. Ο Τόνι Μπλερ σαν άλλος Νέρων, 2.000 χρόνια μετά, ηδονίζεται βλέποντας το καταστροφικό έργο το οποίο έχουν επιφέρει οι ενέργειές του.
Οπως πολύ ορθά έγραψε ο Τζόναθαν Τζόουνς (Jonathan Jones) στην εφημερίδα «The Guardian»: «Η τέχνη δεν θα μπορούσε να σταματήσει τον πόλεμο στο Ιράκ. Μπορεί όμως να επηρεάσει τον τρόπο με τον οποίο θα τον θυμόμαστε».